- ὀξυδρόμος
- ὀξυδρόμοςswift-runningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυδρόμος — ὀξυδρόμος, ον (ΑΜ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέχει γρήγορα. επίρρ... ὀξυδρόμῶς (Α) γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δρόμος] … Dictionary of Greek
ὀξυδρομώτατα — ὀξυδρόμος swift running adverbial superl ὀξυδρόμος swift running neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδρόμως — ὀξυδρόμος swift running adverbial ὀξυδρόμος swift running masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδρόμοις — ὀξυδρόμος swift running masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδρόμου — ὀξυδρόμος swift running masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδρόμους — ὀξυδρόμος swift running masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυδρόμων — ὀξυδρόμος swift running masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξυδρομώ — ὀξυδρομῶ, έω (Α) [οξυδρόμος] τρέχω γρήγορα, σπεύδω, βιάζομαι … Dictionary of Greek